Άγγελος Τσιγκρής-Βουλευτής Αχαϊας

Περιγραφή του Εργου

Σ’ αυτή τη μελέτη παρουσιάζονται δύο έρευνες που προσεγγίζουν το φαινόμενο της εμπορίας και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης της γυναίκας.

Σύμφωνα με τη διάρθρωση της ύλης, στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας που αφορά στην ελληνική δικαστηριακή πρακτική των πλημμελημάτων της διευκόλυνσης ακολασίας άλλων (άρθρο 348 Π.Κ.), της μαστροπείας (άρθρο 349 Π.Κ.), της εκμετάλλευσης πόρνης (άρθρο 350 Π.Κ.) και της σωματεμπορίας (άρθρο 351 Π.Κ.).

Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας που αφορά στη διακίνηση περιοδικών πορνογραφικού περιεχομένου στα περίπτερα της Αθήνας και του Πειραιά.

Τέλος, στα παραρτήματα της παρούσας μονογραφίας θα παρουσιαστούν: 1) η μήτρα (τύπου ερωτηματολογίου) για τη συλλογή στοιχείων από τις δικαστικές αποφάσεις, 2) το ιστορικό κατά το κατηγορητήριο και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία των υποθέσεων του δείγματος των δικαστικών αποφάσεων της έρευνας, 3) τα διαγράμματα που απεικονίζουν σχηματικά τα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας και τέλος 4) τους τίτλους των περιοδικών πορνογραφικού περιεχομένου που κυκλοφορούν στα περίπτερα της Αθήνας και του Πειραιά.

Τα κυριότερα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η πρώτη έρευνα -αναφορικά με τα εγκλήματα σωματεμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης της γυναίκας- είναι τα ακόλουθα:

1. Οι περισσότερες από τις υποθέσεις του δείγματος περιλαμβάνουν περισσότερα από ένα θύματα, ενώ υπάρχουν και αρκετές που περιλαμβάνουν περισσότερους δράστες. Η συγκεκριμένη μορφή εγκληματικότητας δεν αφορά μεμονωμένα άτομα, αλλά -στην πλειοψηφία των περιπτώσεων- αφορά σε οργανωμένες ή μη ομάδες ατόμων, τόσο από τη μεριά των εκμεταλλευτών, όσο και απ’ αυτή των θυμάτων εκμετάλλευσης. Οι παράνομες «επιχειρήσεις» που στήνονται με σκοπό την εμπορία και τη σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών, εμφανίζονται τις περισσότερες φορές με τη μορφή «ινστιτούτων μασάζ». Είναι οργανωμένες στα πρότυπα των νόμιμων επιχειρήσεων και χρησιμοποιούν τις καθιερωμένες στρατηγικές αύξησης της πελατείας και προώθησης των «προϊόντων» τους, όπως για παράδειγμα τη διαφήμιση στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης.

2. Οι συμμέτοχοι στα εγκλήματα αυτού του τύπου -δράστες και θύματα- είναι κατά κανόνα άτομα που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, άτομα του υπόκοσμου, χωρίς εύρυθμη οικογενειακή ζωή και με μεγαλύτερη ή μικρότερη σχέση με το χώρο της πορνείας. Οι δράστες ασκούν κατ’ επάγγελμα την εμπορία και την σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών, που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αποτελεί την κύρια πηγή των εισοδημάτων τους.

3. Η μικρή θεατότητα και η υπο-εκπροσώπηση των συγκεκριμένων αδικημάτων στις επίσημες αστυνομικές και δικαστικές στατιστικές, οφείλεται σε μια «καλή συνεργασία» των δραστών με ορισμένους -πολύ λίγους κατά την εκτίμησή μας- αστυνομικούς. Η συνεργασία αυτή συνίσταται από την πλευρά των αστυνομικών στην παροχή προστασίας και από την πλευρά των μαστροπών και των σωματεμπόρων στην παροχή ικανοποιητικών χρηματικών αμοιβών.

4. Σημαντικότατη είναι η εκπροσώπηση των αλλοδαπών -και κυρίως των αλβανικής εθνικότητας ατόμων- στο «στρατόπεδο» των θυμάτων. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ένα σημαντικό ποσοστό των θυμάτων βρίσκονταν παράνομα στην Ελλάδα. Το παραπάνω εύρημα θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η είσοδος των χιλιάδων λαθρομεταναστών στην ελληνική επικράτεια, είχε ως αποτέλεσμα την έξαρση των εγκλημάτων και τη μεγαλύτερη οργάνωση των «επιχειρήσεων» εμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης της γυναίκας στη χώρα μας. Αναφορικά με την εθνικότητα των δραστών βρέθηκε ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν Έλληνες.

5. Υπάρχει στενή διαπροσωπική σχέση ανάμεσα στους δράστες και τα θύματα της μεγάλης πλειοψηφίας των υποθέσεων του δείγματος. Πιο συγκεκριμένα, οι δράστες και τα θύματα συνήθως είναι είτε εραστές, είτε ανδρόγυνο. Σπάνια είναι απολύτως άγνωστοι ή απλώς γνωστοί. Συνεπώς, πρόκειται για μια μορφή εγκληματικότητας με στενή διαπροσωπική ή συγγενική σχέση των συμμετεχόντων μερών. Το παραπάνω εύρημα, ωστόσο, θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι υποθέσεις αυτού του τύπου φτάνουν ευκολότερα στο δικαστήριο.

6. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή εγκληματικότητας με ελάχιστη θεατότητα και τεράστιο σκοτεινό αριθμό. Σπάνια τα εγκλήματα αυτού του τύπου φτάνουν στην αστυνομία και ακόμα πιο σπάνια στο δικαστήριο. Αγνοούνται από τους επίσημους φορείς και από τις επίσημες αστυνομικές, δικαστικές και σωφρονιστικές στατιστικές. Η έλλειψη νομιμοποιημένου θύματος -ακόμη και η παντελής απουσία του- σε συνδυασμό με την οργάνωση της συγκεκριμένης μορφής εγκληματικότητας, συνηγορούν στη διαδικασία παραγωγής και συντήρησης του μεγάλου σκοτεινού αριθμού της.

7. Η συντριπτική πλειοψηφία των παραπάνω υποθέσεων κατέληξαν σε καταδικαστικές αποφάσεις, ενώ οι ποινές που επιβλήθηκαν στους δράστες κυμαίνονταν από ένα έως και τρία χρόνια φυλάκιση, συνοδευόμενη στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και με χρηματική ποινή. Το εύρημα αυτό αποδεικνύει ότι όταν οι υποθέσεις αυτού του τύπου φτάσουν στο ακροατήριο για να εκδικασθούν, τότε είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να αθωωθεί ο δράστης.

8. Η ενεργοποίηση των μηχανισμών του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος γίνεται, κατά κύριο λόγο, με την αυτεπάγγελτη αστυνομική δράση. Σπάνια η αποκάλυψη των εγκλημάτων αυτού του τύπου γίνεται με καταγγελίες των θυμάτων. Τα θύματα δεν καταγγέλλουν τα συγκεκριμένα εγκλήματα στην αστυνομία είτε γιατί βρίσκονται παράνομα στην Ελλάδα, είτε γιατί εκδίδονται παράνομα, είτε γιατί βρίσκονται υπό καθεστώς μόνιμου φόβου και απειλών από τα άτομα που τα εκμεταλλεύονται, είτε τέλος γιατί διατηρούν στενές διαπροσωπικές σχέσεις με τους δράστες.

9. Τέλος, μερικά ακόμη από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η παρούσα έρευνα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δραστών είναι άνδρες, ενώ το σύνολο των θυμάτων γυναίκες, η μεγάλη πλειονότητα των θυμάτων είναι ενήλικα, το σύνολο σχεδόν των δραστών και των θυμάτων είναι κάτοικοι Αθήνας, το μεγαλύτερο ποσοστό των δραστών είναι έγγαμοι, ενώ τα περισσότερα θύματα άγαμα, η πλειοψηφία των θυμάτων ασκούν νόμιμα την πορνεία και τέλος, οι χώροι άσκησης της παραπάνω δραστηριότητας είναι τα «ινστιτούτα μασάζ» στις υποθέσεις μαστροπείας και οι οίκοι ανοχής στις υποθέσεις εκμετάλλευσης πόρνης και σωματεμπορίας.

Η δεύτερη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκταση της διακίνησης των πορνοπεριοδικών εξαρτάται:

1. Από το βαθμό στον οποίο μια κοινότητα υιοθετεί περισσότερο ή λιγότερο συντηρητική στάση απέναντι στη ζωή. Για παράδειγμα, στην περιοχή του Παπάγου -όπου κατοικούν πολλοί πρώην και νυν αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων- δε βρέθηκε να υπάρχουν αναρτημένα περιοδικά σκληρού πορνογραφικού περιεχομένου.

2. Από το βαθμό της αστυνόμευσης μιας κοινότητας. Για παράδειγμα, στην περιοχή της πρώην Σχολής Ευελπίδων -απέναντι από το Πρωτοδικείο της Αθήνας- δε βρέθηκε να υπάρχει κανένα απολύτως περιοδικό πορνογραφικού περιεχομένου.

3. Από τον αριθμό των ατόμων που μετακινούνται καθημερινά σε μια περιοχή. Για παράδειγμα, σ’ όλες τις κεντρικές και πολυσύχναστες πλατείες του κέντρου της Αθήνας, υπάρχει πληθώρα πορνοπεριοδικών όλων των κατηγοριών τα οποία είναι αναρτημένα σε εμφανή σημεία των περισσότερων περιπτέρων. Αντίθετα, στη λιγότερο πολυσύχναστη περιοχή του Μεταξουργείου, δεν παρατηρήθηκε η ίδια εικόνα.

4. Τέλος, η έκταση της διακίνησης των πορνοπεριοδικών εξαρτάται από το βαθμό αποπροσωποποίησης των σχέσεων μεταξύ των μετακινούμενων ατόμων. Από την έρευνα βρέθηκε ότι στις περιοχές με μεγάλο βαθμό συνεχούς εναλλαγής του πληθυσμού και αποπροσωποποίησης των σχέσεων των ατόμων που μετακινούνται (όπως η Πλατεία Ομόνοιας) παρατηρείται μεγαλύτερη διακίνηση πορνοπεριοδικών, σε αντίθεση με τις συνοικιακές περιοχές που φέρουν περισσότερο έντονα τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής γειτονιάς.