Άγγελος Τσιγκρής-Βουλευτής Αχαϊας

Περιγραφή του Εργου

Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην παρουσίαση της πραγματικής εικόνας του εγκλήματος του βιασμού έτσι όπως αυτό καταγράφεται στην ελληνική πραγματικότητα, στην παρουσίαση και την κατάρριψη των στερεοτύπων και των μυθολογιών που το αφορούν, στην παρουσίαση της διαδικασίας προώθησης των υποθέσεων μέσα στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, στην ανάλυση της διαδικασίας παραγωγής της επίσημης και παραμορφωτικής εικόνας του εγκλήματος και στη μελέτη της διαδικασίας παραγωγής των αστυνομικών και των δικαστικών κρίσεων.

Από τα εμπειρικά δεδομένα της θυματολογικής έρευνας προκύπτει ένας μεγάλος αριθμός θυμάτων βιασμού, που επιβεβαιώνει την υπόθεσή μας ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία απεικονίζουν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των βιασμών που διαπράττονται. Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέρριψαν τους μύθους σύμφωνα με τους οποίους οι βιαστές ανήκουν σε κάποια φυλετική ή εθνική μειονότητα και στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, ότι είναι άγαμοι, άνεργοι, χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου και απολύτως άγνωστοι με τα θύματά τους. Επιπλέον, κατέρριψαν τους μύθους σύμφωνα με τους οποίους η μεγάλη πλειοψηφία των βιασμών λαμβάνουν χώρα σε δημόσιες και ερημικές τοποθεσίες, τα θύματα δέχονται απειλές κατά της ζωής τους προκειμένου να ενδώσουν στις επιθυμίες των βιαστών τους, απειλούνται με κάποιο όπλο από το δράστη και στη μεγάλη πλειοψηφία τους υφίστανται σοβαρό σωματικό τραυματισμό κατά τη διάρκεια του βιασμού τους.

Όσον αφορά στα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού της θυματολογικής έρευνας, βρέθηκε ότι τα θύματα παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά καταγωγής από ημιαστικές και αγροτικές περιοχές, σε σχέση με τις φοιτήτριες που δήλωσαν πως δεν είχαν κάποια τέτοιου είδους εμπειρία, καθώς και μικρότερα ποσοστά καταγωγής από κάποια χώρα του εξωτερικού. Επίσης, το δείγμα των θυμάτων βρέθηκε να παρουσιάζει ελαφρώς μεγαλύτερα ποσοστά παντρεμένων φοιτητριών, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στο ότι οι έγγαμες φοιτήτριες του πληθυσμού της έρευνας ήσαν ηλικιακά μεγαλύτερες, σε σχέση με τις άγαμες και σύμφωνα με την υπόθεσή μας όσο αυξάνεται η ηλικία του ατόμου, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες θυματοποίησης, λόγω της παράτασης του χρόνου έκθεσής του στον κίνδυνο του βιασμού. Επιπλέον, το δείγμα των θυμάτων βρέθηκε να παρουσιάζει σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά εργαζόμενων φοιτητριών, σε σχέση με τις φοιτήτριες που δήλωσαν ότι δεν είχαν κάποια εμπειρία βιασμού, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στο ότι οι εργαζόμενες γυναίκες είναι περισσότερο ευάλωτες, λόγω της έκθεσής τους σε έναν επιπρόσθετο κίνδυνο θυματοποίησης.

Επίσης, βρέθηκε ότι τα θύματα παρουσίασαν ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό αρνητικών παραστάσεων απέναντι στη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της αστυνομίας, σε σχέση με τις φοιτήτριες που δεν είχαν κάποια εμπειρία βιασμού. Επίσης, βρέθηκε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των φοιτητριών και των δύο υπο-δειγμάτων της έρευνας, δήλωσαν ότι τις παραστάσεις τους για την αστυνομία τις είχαν αντλήσει από προσωπικές εμπειρίες και από εμπειρίες συγγενών και φίλων, οι οποίες αποτελούν και τις περισσότερο αξιόπιστες πηγές άντλησης παραστάσεων.

Από την άλλη μεριά, η σύγκριση των παραστάσεων των φοιτητριών, που συγκροτούν τα δύο παραπάνω υπο-δείγματα της έρευνας, για το βιαστή και για το έγκλημα του βιασμού, έδειξε πως οι παραστάσεις τόσο των θυμάτων, όσο και των φοιτητριών που δεν είχαν εμπειρία βιασμού, είναι σε γενικές γραμμές αντίστοιχες. Το παραπάνω ερευνητικό αποτέλεσμα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τόσο τα θύματα, όσο και τα άτομα του ευρύτερου πληθυσμού των φοιτητριών, μοιράζονται τις ίδιες παραστάσεις, αναπαράγουν παρόμοιες μυθολογίες και ασπάζονται αντίστοιχες δοξασίες, αναφορικά με το βιασμό και το δράστη του. Αυτού του τύπου τα ευρέως διαδεδομένα στερεότυπα του κοινού, αναπαράγουν μια μυθοπλαστική ιδεολογία παραμόρφωσης της πραγματικής εικόνας του συγκεκριμένου εγκλήματος, τροφοδοτούν επιλεκτικά το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης από το αστυνομικό έως και το σωφρονιστικό του στάδιο, αποθαρρύνουν την καταγγελία του εγκλήματος, ενοχοποιούν το θύμα και συντελούν καθοριστικά στην ατιμωρησία της συντριπτικής πλειοψηφίας των δραστών.

Από τα αποτελέσματα της θυματολογικής έρευνας βγαίνει το συμπέρασμα ότι η κοινωνική επιρροή που ασκούν στο θύμα βιασμού τα μέλη του στενού οικογενειακού ή φιλικού του περιβάλλοντος, έχουν σημαντικότατη επίδραση στη λήψη αποφάσεων του θύματος, αμέσως μετά το έγκλημα και ειδικότερα στη λήψη της απόφασης για καταγγελία. Το θύμα, αμέσως μετά το βιασμό του, βιώνει μια κατάσταση ψυχολογικής ένταση και συναισθηματικής αποδιοργάνωσης που το κάνει ιδιαίτερα ευάλωτο στην κοινωνική επιρροή τρίτων ατόμων, η οποία μπορεί να πάρει τη μορφή πληροφόρησης, συμβουλών, απόψεων, γνωμών, προτροπών και κανονιστικών εντολών.

Από την άλλη μεριά, τα αποτελέσματα των συγκρίσεων των τριών επιμέρους υπο-δειγμάτων (υποθέσεις που έφτασαν στην αστυνομία, υποθέσεις που έφτασαν στο ακροατήριο και υποθέσεις που κατέληξαν σε καταδίκη των δραστών) της έρευνας, επιβεβαίωσαν πολλές από τις αρχικές μας υποθέσεις αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία παραγωγής των δικαστικών και των προδικαστικών κρίσεων, ενώ διέψευσαν κάποιες άλλες. Ως δικαστικές και προδικαστικές κρίσεις, στην παρούσα μελέτη, θεωρούμε: i) τη λήψη απόφασης της αστυνομίας ή το θύματος για αρχειοθέτηση ή ποινική προώθηση των υποθέσεων και ii) τη λήψη απόφασης του δικαστηρίου (δικαστών και ενόρκων) για αθώωση ή καταδίκη του δράστη.

Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παράγοντες που παρουσίασαν υψηλά ποσοστά συσχέτισης με τη παραγωγή των παραπάνω κρίσεων και επιβεβαίωσαν τις αρχικές μας υποθέσεις, είναι επιγραμματικά οι εξής: i) ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στην τέλεση του εγκλήματος και την καταγγελία του στην αστυνομία, ii) οι απειλές του δράστη κατά της ζωής του θύματος, iii) η διάπραξη παρά φύση συνουσίας, πεολειχίας ή κάποιας άλλης ασέλγειας, iv) η χρήση ναρκωτικών από το θύμα, v) η παρθενία του θύματος, vi) η εξύβριση του θύματος από το δράστη, vii) η εξακολούθηση του εγκλήματος, viii) η χρήση όπλου από το δράστη, xi) η συρροή με το έγκλημα της αιμομιξίας, x) ο αριθμός των βιασμών που είχε τελέσει ο ίδιος δράστης, xi) ο βαθμός της σωματικής και προφορικής αντίστασης του θύματος, xii) ο βαθμός του σωματικού τραυματισμού του, xiii) η ηλικία του θύματος και του δράστη, xiv) ο τόπος κατοικίας τους, xv) το επάγγελμα του θύματος, xvi) xvii) η ψυχική του ασθένεια και xviii) το ποινικό παρελθόν του δράστη.

Επιπλέον, βρέθηκε να επιβεβαιώνονται μερικά οι υποθέσεις μας που αφορούσαν: i) στο βαθμό γνωριμίας δράστη και θύματος, ii) στον αριθμό των δραστών που έλαβαν μέρος στο έγκλημα, iii) στο βαθμό ολοκλήρωσης του εγκλήματος, iv) στην τέλεση κατά φύση συνουσίας, v) στη μέθη του θύματος, vi) στην απαγωγή του θύματος από το δράστη, vii) στην παράνομη κατακράτηση του θύματος, viii) στη συρροή με το έγκλημα της κλοπής, ix) στο φύλο του θύματος, x) στην εθνικότητα του θύματος και του δράστη, x) στην παράσταση του θύματος στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης και xi) στη δήλωση του θύματος για ψευδή καταγγελία.

Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας δεν επιβεβαίωσαν τις υποθέσεις μας αναφορικά με την επιρροή στη διαδικασία παραγωγής των αστυνομικών και των δικαστικών κρίσεων των παραγόντων που αφορούσαν: i) στο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, ii) στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος, iii) στον αριθμό των θυμάτων, iv) στο προκλητικό ντύσιμο του θύματος, v) στο auto-stop του θύματος στο αυτοκίνητο του δράστη, vi) στο επάγγελμα του δράστη, vii) στην οικογενειακή κατάσταση του θύματος και του δράστη.